ανάκραγμα

ανάκραγμα
το [ανακράζω]
1. δυνατή φωνή, κραυγή, επίκληση
2. (για ζώα ή πουλιά) δύναμη για κράξιμο, φωνή, λαλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανακράζω — (Α ἀνακράζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κράζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης νεοελλ. ανάκραγμα, ανακραξιά] …   Dictionary of Greek

  • ανάκρασμα — ανάκρασμα, το και ανάκραγμα, το, ατος δυνατή κραυγή, κράξιμο: Το ανάκρασμά του το ακολούθησε ορμητική επίθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”